ενούρηση

ενούρηση
Ακούσια εκροή ούρων. Η ε. διακρίνεται από την ακράτεια, η οποία αφορά την απώλεια ελέγχου του σφιγκτήρα της ουροδόχου κύστης από παθολογικά αίτια. Ο όρος ε. χρησιμοποιείται στην παιδιατρική για την ακούσια αποβολή των ούρων κατά τον νυχτερινό ύπνο, που παραμένει και μετά την ηλικία των 5-6 ετών. Παρατηρείται συχνότερα στα αγόρια και θεωρείται ότι σχετίζεται με κληρονομική προδιάθεση. Μπορεί να αφορά παιδιά που δεν απέκτησαν ποτέ τον έλεγχο της ούρησης ή άλλα που τον είχαν για κάποιο χρονικό διάστημα και μετά άρχισαν να παρουσιάζουν ε. Η ε. άλλοτε εμφανίζεται κατά περιόδους και άλλοτε αποτελεί συνεχές φαινόμενο. Εκτιμάται ότι αφορά το 7-10% των παιδιών ηλικίας από 6 έως 15 ετών. Σπάνια οφείλεται σε οργανικές παθήσεις, όπως η δισχιδής ράχη (επιβράδυνση της σύγκλισης των οσφυϊκών σπονδύλων), η νεφρική ανεπάρκεια, η λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, ο διαβήτης, η επιληψία κ.ά. Συνηθέστερα όμως τα αίτια είναι λειτουργικά ή και ψυχολογικά. Αν και κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορες μέθοδοι και φάρμακα, το σημαντικότερο παραμένει ότι στη θεραπευτική αντιμετώπιση της ε. πρέπει να αποφεύγεται κάθε τιμωρία του παιδιού· αντίθετα πρέπει να διευκολύνεται ώστε να εκφράζει τα ψυχικά του προβλήματα και να τονώνεται η αυτοεκτίμησή του.
* * *
η
1. ακούσια και ασυνείδητη απώλεια ούρων (σε παιδιά πάνω από 21/2 ετών)
2. ούρηση σε ουροδοχείο ή ουροσυλλέκτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενουρώ. Η λ. στον λόγιο τ. ενούρησις μαρτυρείται στον Γεώργιο Μακκά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενούρηση — η (ιατρ.), άθελη ούρηση παιδιών (και ιδίως στον ύπνο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… …   Dictionary of Greek

  • παράτριμμα — (Ιατρ.). Ονομάζεται έτσι η φλεγμονώδης ασθένεια, που εκδηλώνεται στις πτυχές του δέρματος όταν υπάρχει τριβή μεταξύ εφαπτόμενων επιφανειών. Οι κυριότεροι παράγοντες, που προκαλούν την ασθένεια αυτή, είναι οι αυξημένες εκκρίσεις σμήγματος και… …   Dictionary of Greek

  • τικ — Aκανόνιστη κίνηση, που επαναλαμβάνεται δίχως σκοπό και στερεοτυπική, που διαφέρει από τον τρόμο, γιατί απουσιάζει ο ρυθμός. Είναι μια μορφή νεύρωσης καταναγκασμού. Το άτομο που πάσχει από αυτήν αισθάνεται την προτρεπτική ανάγκη εκτέλεσης μιας… …   Dictionary of Greek

  • υπνουρία — η, Ν νυκτερινή ενούρηση, το να ουρεί κανείς στον ύπνο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + ουρία (< ούρο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”